ἐννοήσει

ἐννοήσει
ἐννόησις
consideration
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐννοήσεϊ , ἐννόησις
consideration
fem dat sg (epic)
ἐννόησις
consideration
fem dat sg (attic ionic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind mid 2nd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 3rd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind mid 2nd sg
ἐννοέω
have in one's thoughts
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • ακαταμάθητος — η, ο (Α ἀκαταμάθητος, ον) [καταμανθάνω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταμάθει, να εννοήσει καλά αρχ. αυτός που δεν είναι πλήρως γνωστός …   Dictionary of Greek

  • ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός …   Dictionary of Greek

  • μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

  • Στούκενμπεργκ, Βίγγο — (Stuckenberg). Δανός ποιητής, διηγηματογράφος και δραματικός συγγραφέας (Βτιντσλεσελίλε 1863 Κοπεγχάγη 1905). Τα έργα του ξεχωρίζουν για τον λυρικό τους παλμό. Οι συλλογές Το σύντομο καλοκαίρι (1898) και Το χιόνι (1901) διακρίνονται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Φοντενέλ, Μπερνάρ λε Μποβιέ ντε- — (Fontenelle, Ρουάν 1657 – Παρίσι 1759). Γάλλος συγγραφέας. Είχε μεγάλη και πολύπλευρη μόρφωση και σε νεαρή ακόμα ηλικία δημοσίευσε ποιήματα και δράματα, χαρακτηριστικά του ταλέντου και της ευφυΐας του. Οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις αντανακλούν… …   Dictionary of Greek

  • καταλαβαίνω — κατάλαβα 1. αντιλαμβάνομαι κάτι, εννοώ: Κατάλαβες τι είπε; 2. η φράση «του δωκα και κατάλαβε» σημαίνει ότι τον έκαμα να εννοήσει ότι δεν μπορεί να μας γελάσει, τον τιμώρησα, τον εξευτέλισα κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”